ενικός         πληθυντικός  
âpre âpres

  Επίθετο

επεξεργασία

âpre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τραχύς
  2. δηκτικός, τσουχτερός
  3. αψύς

Συγγενικά

επεξεργασία