Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pʁə.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
âpreté âpretés

âpreté (fr) θηλυκό

  1. η στυφότητα
  2. η τραχύτητα