βουλεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουλεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βουλεύομαι, μεσοπαθητική φωνή του ρήματος βουλεύω < βουλή < βούλομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷel-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vuˈle.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐λεύ‐ο‐μαι
- παρώνυμο: βολεύομαι
Ρήμα επεξεργασία
βουλεύομαι (αποθετικό)
Συγγενικά επεξεργασία
- αβούλευτος
- αντικοινοβουλευτικά
- αντικοινοβουλευτικός
- αντικοινοβουλευτισμός
- απροβούλευτος
- ασυμβούλευτος
- βούλευμα
- βουλευτής
- βουλευτίνα
- βουλευτικός
- βουλευτιλίκι
- βουλεύτρια
- διαβουλεύομαι
- διαβούλευση
- εξωκοινοβουλευτικός
- επιβουλεύομαι
- ευρωβουλευτής
- ευρωβουλευτίνα
- ευρωβουλεύτρια
- κοινοβουλευτικά
- κοινοβουλευτικός
- κοινοβουλευτισμός
- προβούλευμα
- συμβουλευτικά
- συμβουλευτικός
- συμβουλεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουλεύομαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
βουλεύομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος βουλεύω