Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντικοινοβουλευτισμός οι αντικοινοβουλευτισμοί
      γενική του αντικοινοβουλευτισμού των αντικοινοβουλευτισμών
    αιτιατική τον αντικοινοβουλευτισμό τους αντικοινοβουλευτισμούς
     κλητική αντικοινοβουλευτισμέ αντικοινοβουλευτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικοινοβουλευτισμός < αντι- + κοινοβουλευτισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antiparlementarisme)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντικοινοβουλευτισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία