Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιβουλεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβουλεύω (συνωμοτώ, είμαι αντικείμενα επιβουλής), κατά τη μέση φωνή του ρήματος βουλεύομαι.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + βουλεύομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.vuˈle.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐βου‐λεύ‐ο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

επιβουλεύομαι, π.αόρ.: επιβουλεύθηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία