αβούλευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβούλευτος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβούλευτος < αρχαία ελληνική βουλεύομαι, παθητική φωνή του ρήματος βουλεύω < βουλή < βούλομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷel-
Επίθετο επεξεργασία
αβούλευτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβούλευτος
|