Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηλυκό τα θηλυκά
      γενική του θηλυκού των θηλυκών
    αιτιατική το θηλυκό τα θηλυκά
     κλητική θηλυκό θηλυκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θηλυκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θηλυκός. Εννοείται η λέξη γένος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηλυκό ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • συντομογραφία: θηλ. ή θ.
  • συντομογραφία λατινική: fem. η f.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

θηλυκό: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

θηλυκό