Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προβούλευμα τα προβουλεύματα
      γενική του προβουλεύματος των προβουλευμάτων
    αιτιατική το προβούλευμα τα προβουλεύματα
     κλητική προβούλευμα προβουλεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προβούλευμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προβούλευμα ουδέτερο

  • (νομικός όρος) πράξη του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απορρίπτει τη μήνυση όταν τη θεωρεί αβάσιμη

  Μεταφράσεις επεξεργασία