βουλευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουλευτικός < αρχαία ελληνική βουλευτής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
βουλευτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους βουλευτές
- βουλευτική έδρα, βουλευτικό αξίωμα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουλευτικός
|