κοινοβουλευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινοβουλευτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοινοβουλευτικός[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.no.vu.lef.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ci.no.vu.lef.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ci.no.vu.lef.tiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
κοινοβουλευτικός -ή -ό
- (πολιτική): που αναφέρεται στο κοινοβούλιο
- κοινοβουλευτική αντιπολίτευση
- κοινοβουλευτική δράση
- που αναφέρεται στον κοινοβουλευτισμό
- Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινοβουλευτικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κοινοβουλευτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινοβουλευτικός < κοινο- + βουλευτικός
Επίθετο επεξεργασία
κοινοβουλευτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- ο σχετικός με διαβούλευση
Πηγές επεξεργασία
- κοινοβουλευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.