Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Άρθρο επεξεργασία

οἱ

Κλίση επεξεργασία

η κλίση του άρθρου
Όταν ακολουθεί όνομα, η οξεία γίνεται βαρεία. • Σημειώνεται η προσωδία του α εκεί που είναι μακρό.
ενικός πληθυντικός δυϊκός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο όλα τα γένη θηλυκό (σπάνια)
ονομαστική τό οἱ αἱ τά τώ (ᾱ) τά
γενική τοῦ τῆς τοῦ τῶν τοῖν ταῖν
δοτική τῷ τῇ τῷ τοῖς ταῖς τοῖς τοῖν ταῖν
αιτιατική τόν τήν τό τούς τάς (ᾱ) τά τώ (ᾱ) τά
Παράρτημα:Γραμματική: το άρθρο
δωρική κλίση
οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό & ουδέτερο θηλυκό
ονομαστική τό τοί ταί τά τώ (ᾱ) τά
γενική τῶ τᾶς τῶ τῶν τᾶν τῶν τοῖν ταῖν
δοτική τῷ τᾷ τῷ τοῖς ταῖς τοῖς τοῖν ταῖν
αιτιατική τόν τάν τό τώς τάς τά τώ (ᾱ) τά
Κατηγορία:Δωρική διάλεκτος
επική κλίση
οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό & ουδέτερο θηλυκό
ονομαστική τό οἱ / τοί αἱ / ταί τά τώ τώ / (ᾱ) τά
γενική τοῦ / τοῖο τῆς τοῦ / τοῖο τῶν τῶν / τάων τῶν τοῖιν τοῖιν
δοτική τῷ τῇ τῷ τοῖς / τοῖσι(ν) τῇς / τῇσι(ν) τοῖς / τοῖσι(ν) τοῖιν τοῖιν
αιτιατική τόν τήν τό τούς τάς τά τώ τώ / (ᾱ) τά
Κατηγορία:Επικοί τύποι

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας επεξεργασία

οἱ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

η προσωπική αντωνυμία
  α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
πτώσεις ενικός
ονομαστική ἐγώ σύ
γενική ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ)
δοτική ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ
αιτιατική ἐμέ, με σέ, σει ()
κλητική (οὗτος) (αὕτη)
πτώσεις πληθυντικός
ονομαστική ἡμεῖς ὑμεῖς (σφεῖς)
γενική ἡμῶν ὑμῶν (σφῶν)
δοτική ἡμῖν ὑμῖν (σφίσι(ν))
αιτιατική ἡμᾶς ὑμᾶς (σφᾶς)
κλητική
πτώσεις δυϊκός
α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστ.αιτιατ. νώ, νῶϊ σφώ, σφῶϊ
γενική-δοτική νῷν σφῷν
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες