Ετυμολογία

επεξεργασία
zoophage < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
zoophage zoophages

zoophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία