zanna
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- zanna < λομβαρδική zann (δόντι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
zanna | zanne |
zanna (it) θηλυκό
- χαυλιόδοντας
- τα δόντια του γουρουνιού
ενικός | πληθυντικός |
zanna | zanne |
zanna (it) θηλυκό