Ετυμολογία

επεξεργασία
zanna < λομβαρδική zann (δόντι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
zanna zanne

zanna (it) θηλυκό

  1. χαυλιόδοντας
  2. τα δόντια του γουρουνιού

Συνώνυμα

επεξεργασία