yogurt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
yogurt | yogurts |
yogurt (en)
- το γιαούρτι
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- yogurt < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یوغورت (yoğurt)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαyogurt (it) αρσενικό
- (γαστρονομία) το γιαούρτι