ενικός         πληθυντικός  
workingman workingmen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
workingman < → δείτε τις λέξεις working και man

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

workingman (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία