Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wkład (pl) αρσενικό

  1. η συνεισφορά
  2. οτιδήποτε βάζουμε ως συστατικό κάπου, το ένθετο, η προσθήκη
  3. (για στυλό) το ανταλλακτικό