witness
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
witness | witnesses |
witness (en)
- (νομικός όρος) ο/η μάρτυρας
- ⮡ defense witnesses - μάρτυρες υπερασπίσεως
- ⮡ The testimony of the prosecution’s witness was contradicted by the evidence the defense counsel produced.
- Η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας διαψεύστηκε από στοιχεία που προσκόμισε ο συνήγορος υπερασπίσεως.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | witness |
γ΄ ενικό ενεστώτα | witnesses |
αόριστος | witnessed |
παθητική μετοχή | witnessed |
ενεργητική μετοχή | witnessing |
witness (en)