wire
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wire | wires |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwire (en)
- το σύρμα
- ⮡ Be careful not to short circuit the wires.
- Πρόσεξε να μη βραχυκυκλώσεις τα σύρματα.
- ⮡ Be careful not to short circuit the wires.
Σύνθετα
επεξεργασία- wire chamber*
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- wire στην αγγλική Βικιπαίδεια