Δείτε επίσης: Winter
      ενικός         πληθυντικός  
winter winters

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

winter (en)

  1. ο χειμώνας

επιλογή κατάλληλων προθέσεων

επεξεργασία
  • in (the) winter: τον χειμώνα

winter (en)

  1. ξεχειμωνιάζω
  2. διαχειμάζω