winter
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
winter | winters |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
winter (en)
- ο χειμώνας
επιλογή κατάλληλων προθέσεωνΕπεξεργασία
- in (the) winter: τον χειμώνα
ΡήμαΕπεξεργασία
winter (en)
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
winter | winters |
winter (en)
winter (en)