warranty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
warranty | warranties |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwarranty (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η εγγύηση, μια γραπτή συμφωνία στην οποία μια εταιρεία που πουλάει κάτι υπόσχεται να το επισκευάσει ή να το αντικαταστήσει εάν υπάρξει πρόβλημα μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο
- ⮡ a two-year/five-year warranty - διετής/πενταετής εγγύηση
- ⮡ When buying electrical appliances, don’t forget to ask for the manufacturer’s warranty.
- Όταν αγοράζετε ηλεκτρικές συσκευές μην ξεχνάτε να ζητήσετε την εγγύηση του εργοστασίου.
- ⮡ The warranty doesn’t cover damage from misuse.
- Η εγγύηση δεν καλύπτει βλάβες από κακή χρήση.