ενεστώτας wade in
γ΄ ενικό ενεστώτα wades in
αόριστος waded in
παθητική μετοχή waded in
ενεργητική μετοχή wading in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις wade και in

wade in (en)