wade in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wade in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wades in |
αόριστος | waded in |
παθητική μετοχή | waded in |
ενεργητική μετοχή | wading in |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwade in (en)
ενεστώτας | wade in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wades in |
αόριστος | waded in |
παθητική μετοχή | waded in |
ενεργητική μετοχή | wading in |
wade in (en)