vulgarisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vulgarisme | vulgarismes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvulgarisme (fr) αρσενικό
παραδείγματα
επεξεργασία- donne-moi z'en (αντί για donne-m'en)
- cent z'euros (αντί για cent euros)
- ils croivent (αντί για ils croient)
- ils voyent (αντί για ils voient)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη vulgaire