vow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvow (en)
- όρκος, πχ ο όρκος των μοναχών
- the vow of poverty - ο όρκος της πενίας
- διακήρυξη ή διαβεβαίωση
Ρήμα
επεξεργασίαvow (en)
- δίνω όρκο
- διακηρύσσω ή διαβεβαιώνω, δεσμεύομαι ότι θα κάνω κάτι
- the President vows to stabilize the economy