Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vomi vomis

vomi (fr) αρσενικό

vomi (fr)

  • → δείτε τη λέξη vomir



vomi (eo)

  1. κάνω εμετό