Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
vomi
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Μετοχή
2
Εσπεράντο
(eo)
2.1
Ρήμα
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
vomi
vomis
vomi
(fr)
αρσενικό
(
οικείο
)
το
έμεσμα
, ο
εμετός
, το
ξερατό
≈
συνώνυμα
:
vomissure
Μετοχή
επεξεργασία
vomi
(fr)
→
δείτε
τη
λέξη
vomir
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
vomi
(eo)
κάνω
εμετό