ενικός         πληθυντικός  
volubile volubiles

  Επίθετο

επεξεργασία

volubile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φλύαρος



  Επίθετο

επεξεργασία

volubile (it)

  1. άστατος, ασταθής, μεταβλητός