Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό virgilien virgiliens
θηλυκό virgilienne virgiliennes

  Επίθετο επεξεργασία

virgilien (fr)

  1. σχετικός με τον ποιητή Βιργίλιο
  2. που έχει ένα ύφος που ταιριάζει στον παραπάνω ποιητή