vigneto
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vigneto | vigneti |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
vigneto (it) αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- vigneto - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).