Δείτε επίσης: Versaillais

  Ετυμολογία

επεξεργασία
versaillais < Versailles

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό versaillais versaillaiss
θηλυκό versaillaise versaillaises

versaillais (fr)

  1. σχετικός με τις Βερσαλλίες
  2. (ιστορία) πιστός οπαδός της εθνοσυνέλευσης των Βερσαλλιών που αντετίθετο στην Commune