versaillais
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- versaillais < Versailles
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | versaillais | versaillaiss |
θηλυκό | versaillaise | versaillaises |
versaillais (fr)
- σχετικός με τις Βερσαλλίες
- (ιστορία) πιστός οπαδός της εθνοσυνέλευσης των Βερσαλλιών που αντετίθετο στην Commune