verdict
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
verdict (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
verdict | verdicts |
verdict (fr) αρσενικό
- η ετυμηγορία, η γνωμάτευση, το βούλευμα
verdict (en)
ενικός | πληθυντικός |
verdict | verdicts |
verdict (fr) αρσενικό