verdict
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
verdict | verdicts |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαverdict (en)
- (νομικός όρος) η ετυμηγορία
- ⮡ The jury returned a “not guilty” verdict.
- Η ετυμηγορία των ενόρκων ήταν αθωωτική.
- ⮡ The jury returned a “not guilty” verdict.
Πηγές
επεξεργασία- verdict - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 341. ISBN 9780194325684., λήμμα: ετυμηγορία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
verdict | verdicts |
verdict (fr) αρσενικό
- η ετυμηγορία, η γνωμάτευση, το βούλευμα