verbalisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
verbalisation | verbalisations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαverbalisation (fr) θηλυκό
- η έκφραση με λόγια
- → δείτε τη λέξη procès-verbal
- η κλήση μιας παράβασης
ενικός | πληθυντικός |
verbalisation | verbalisations |
verbalisation (fr) θηλυκό