ενικός         πληθυντικός  
verbalisation verbalisations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

verbalisation (fr) θηλυκό

  1. η έκφραση με λόγια
    → δείτε τη λέξη  procès-verbal
  2. η κλήση μιας παράβασης