Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ventail
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Ομώνυμα / Ομόηχα
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ventail
<
ventaille
<
venter
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
vɑ̃.taj
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
ventail
ventaux
ventail
(fr)
αρσενικό
μέρος κλειστού
κράνους
απ' όπου περνούσε ο
αέρας
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
vantail