Ετυμολογία

επεξεργασία
variante < varier

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
variante variantes

variante (fr) θηλυκό

  1. η παραλλαγή
  2. (μαθηματικά) η μεταβλητή