variante
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- variante < varier
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
variante | variantes |
variante (fr) θηλυκό
- η παραλλαγή
- (μαθηματικά) η μεταβλητή
ενικός | πληθυντικός |
variante | variantes |
variante (fr) θηλυκό