valviforme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- valviforme < valve
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
valviforme | valviformes |
valviforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μοιάζει με βαλβίδα
ενικός | πληθυντικός |
valviforme | valviformes |
valviforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό