vaisselier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vaisselier | vaisseliers |
vaisselier (fr) αρσενικό
- η πιατοθήκη, έπιπλο που έχει στο πάνω μέρος του ράφια όπου εκτίθενται τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα