Ετυμολογία

επεξεργασία
vaco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ewə- (άδειος)

vaco

  1. είμαι κενός, άδειος
  2. κάθομαι άπραγος
  3. έχω ελεύθερο χρόνο
  4. αδειάζω, ευκαιρώ