vacillant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacillant | vacillants |
θηλυκό | vacillante | vacillantes |
vacillant (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη vaciller
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacillant | vacillants |
θηλυκό | vacillante | vacillantes |
vacillant (fr)