vacher
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacher | vachers |
θηλυκό | vachère | vachères |
vacher (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacher | vachers |
θηλυκό | vachère | vachères |
vacher (fr) αρσενικό