Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
uprising
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
uprising
uprisings
Ουσιαστικό
επεξεργασία
uprising
(en)
η
εξέγερση
, η
ανταρσία
⮡
a general
uprising
against authority
- γενική
εξέγερση
κατά της εξουσίας
⮡
We crushed the
uprising
.
Συντρίψαμε την
ανταρσία
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
rebellion
Πηγές
επεξεργασία
uprising
-
Oxford Learner's Dictionaries