Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ʌnˈsw3ːvɪŋ/

  Επίθετο επεξεργασία

unswerving (en)

  1. σταθερός, που δεν αλλάζει πορεία, απαρέγκλιτος, ακλόνητος
  2. (μεταφορικά) σταθερός/αμετακίνητος σε απόψεις-πιστεύω κλπ, πιστός, αφοσιωμένος, προσηλωμένος