unswerving
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/ʌnˈsw3ːvɪŋ/
Επίθετο επεξεργασία
unswerving (en)
- σταθερός, που δεν αλλάζει πορεία, απαρέγκλιτος, ακλόνητος
- (μεταφορικά) σταθερός/αμετακίνητος σε απόψεις-πιστεύω κλπ, πιστός, αφοσιωμένος, προσηλωμένος