Ετυμολογία

επεξεργασία
unnamed < un- + named

  Επίθετο

επεξεργασία

unnamed (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ανώνυμος, που δεν έχει όνομα ή είναι άγνωστο
    ⮡  an unnamed donor - ένας ανώνυμος δωρητής
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη anonymous