unheard
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunheard (en) (χωρίς παραθετικά)
- μην ακουστεί, μη εισακουστεί
- ⮡ His plea for help went unheard.
- Κανένας δεν άκουσε/Κανένας δεν εισάκουσε την παράκληση του για βοήθεια.
- ⮡ His plea for help went unheard.