Ετυμολογία

επεξεργασία
undetectable < un- + detect + -able

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

undetectable (en)

  • που δεν μπορεί να ανιχνευτεί, να ανακαλυφθεί, να γίνει αντιληπτός

Αντώνυμα

επεξεργασία