Προφορά

επεξεργασία
 

umstimmen (de)

  1. κουρδίζω σε διαφορετικό τόνο
  2. (μεταφορικά) μεταπείθω
  • umstimmen - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).