Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ultrasensible < ultra- + sensible

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ultrasensible ultrasensibles

ultrasensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό