twittévangéliste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- twittévangéliste < twitter + évangéliste
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
twittévangéliste | twittévangélistes |
twittévangéliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) αυτός που προσπαθεί να πείσει όλους όσους γνωρίζει να γίνουν χρήστες του τουίτερ