Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tubulaire tubulaires

  Επίθετο επεξεργασία

tubulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σωληνοειδής
  2. αποτελούμενος από σωλήνες