Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁyst/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
truste trustes

truste (fr) θηλυκό

  1. η προσωπική φρουρά ενός Φράγκου βασιλιά
    → δείτε τη λέξη  antrustion
  2. ο όρκος που έδινε ένας τέτοιος φρουρός