ενικός         πληθυντικός  
troublemaker troublemakers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
troublemaker < trouble + maker

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtrʌb.əlˌmeɪ.kər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈtrʌb.əlˌmeɪ.kɚ/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

troublemaker (en)

  1. o ταραχοποιός, o ταραξίας
  2. o μεμψίμοιρος, o παραπονιάρης

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία