triple
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαtriple (en) (χωρίς παραθετικά)
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) τριπλάσιος, τριπλάσια
- ↪ Kostas makes triple the pay of George.
- Ο Κώστας παίρνει τριπλάσιο μισθό από το Γιώργο.
- ↪ Certain products cost triple compared to the year before last.
- Ορισμένα προϊόντα κοστίζουν τριπλάσια από πρόπερσι.
- ≈ συνώνυμα: three times as much
- ↪ Kostas makes triple the pay of George.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
triple | triples |
Επίθετο
επεξεργασίαtriple (fr) αρσενικό ή θηλυκό