Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
triphylle triphylles

  Επίθετο επεξεργασία

triphylle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (βοτανική) τρίφυλλος
  2. που τα φύλλα του βρίσκονται ανά τριάδα